πανδοκείοις — πανδοκεί̱οις , πανδοκεῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκείου — πανδοκεί̱ου , πανδοκεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκείωι — πανδοκεί̱ῳ , πανδοκεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκείων — πανδοκεί̱ων , πανδοκεῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκείῳ — πανδοκεί̱ῳ , πανδοκεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГОСТИНИЦЫ — • Deversoria, καπηλει̃α, в которых можно было найти за деньги пристанище, не были известны в гомеровские времена, потому что, при сравнительно незначительных сношениях, чужеземцы всегда могли найти гостеприимный прием в частных домах; … Реальный словарь классических древностей
КАТАГОГИЯ — • Καταγώγια (καταλύσεις, πανδοκει̃α), Хотя иностранцы обыкновенно останавливались у своих гостеприимных друзей, тем не менее существовали, особенно в переполняемых посетителями местах, как, напр., в Олимпии и др., дома, доставлявшие убежище… … Реальный словарь классических древностей
τροφέας — ο / τροφεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον νεοελλ. συνεκδ. γονέας αρχ. 1. θετός πατέρας 2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα 3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου 4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον… … Dictionary of Greek